- εικοσάδραχμο
- τοπαλαιότερα, νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εικοσάδραχμος — η, ο 1. αυτός που έχει αξία είκοσι δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσάδραχμο νόμισμα αξίας είκοσι δραχμών, εικοσάρικο … Dictionary of Greek
εικοσα- — και εικοσι , α συνθετ. λέξεων, που δείχνει ότι η έννοια του β συνθετ. υπάρχει ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές: Εικοσάμηνος, εικοσάδραχμο, εικοσιένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)